-
1 ἔξ-ειμι
ἔξ-ειμι ( εἶμι), herausgehen; aus dem Hause, ϑύραζε Od. 20, 367; μεγάρων 1, 374, wie ἱππόϑεν ἐξίμεναι 11, 531; ἔξεισϑα ϑύραζε 20, 179, du wirst herausgehen; τῆςδε τῆς χώρας Soph. O. C. 913; εἰς ἔλεγχον ἐξιών, zur Prüfung ausgehend, sit anstellend, Phil. 98; ἔξει, geh heraus, Ar. Nubb. 623; ἐκ γῆς εἰς φῶς Plat. Prot. 321 c; ἔξω τείχους Phaedr. 230 d; οἴκοϑεν Apol. 40 b; ἔνδοϑεν Conv. 220 b; übertr., φαίνεταί μοι δόξα ἐξιέναι ἐκ διανοίας Rep. III, 412 e. Bes. ins Feld rücken, ausrücken, Thuc. 5, 13 Xen. Cyr. 3, 3, 20 Dem. 2, 13 u. A.; so στρατείας ἐκδήμους Thuc. 1, 15; τὴν ἀμφίαλον, auf der Landenge ausrücken, Xen. Hell. 4, 2, 13. – Bei Ar. Ran. 944 ist οὑξιὼν πρώ-τιστα der zuerst Auftretende im Drama; ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιέναι, mit Pomp ausgehen auf die Straße, Dem. 48, 55; Plut. Sol. 21; ὑστάτην ὁδόν, den letzten Weg gehen, Eur. Alc. 610; πολλοὺς ἀγῶνας ἐξιών, auf Kämpfe ausziehen, Soph. Tr. 158; – ὁ χρόνος ἐξήϊε, ging aus, ging vorüber, Her. 2, 139; ὅποι ἔξεισι τὰ ἴχνη, wo sie zu Ende gehen, aufhören, Xen. Cyn. 8, 3; τῆς ἀρχῆς ἐξιούσης Lys. 9, 6; anders ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς D. Cass. 16, 10.
-
2 στρατεία
στρατεία, ἡ, ion. στρατηΐη, Heereszug; Aesch. Ag. 589 Eum. 601, εἰς στρατείαν πάντας Ἀργείους ἄγων, Eur. Suppl 229, στρατεία διαλυϑεῖσα, I. A. 495; oft bei Her., στρατηΐην ποιεῖσϑαι = στρατεύεσϑαι. Auch στρατείαν ἄγειν, Isocr. 4, 88; ἐκδήμους στρατείας οὐκ ἐξῄεσαν, Thuc. 1, 15; τὴν ἐπὶ Θρᾴκης στρατείαν παρασκευάζειν, 4, 74; στρατείαν ὁρμᾶν, Xen. Cyr. 8, 6, 20; οἴκοι τε καὶ ἐπὶ στρατείας, domi militiaeque, Plat. Phaedr. 260 b, ἐπὶ στρατείας εἶναι, Rep. V, 468 b, ἐν στρατείᾳ εἶναι, Xen. Cyr. 5, 2, 19; στρατείαν ἐξελϑών, Aesch. 2, 168. – Auch τὰς κατὰ πόλεμ ον καὶ στρατείας ἀποδημίας, Plat. Legg. XII, 950, d; στρατείας ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ ἐστρατευμένος, Dem. 21, 95, die erforderliche Anzahl von Feldzügen mitgemacht habend.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский